Τα έντομα είναι από τους σημαντικότερους ζωικούς εχθρούς που προσβάλλουν τα αποθηκευμένα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα. H προστασία των αποθηκευμένων προϊόντων από εντομολογικούς εχθρούς βασίζεται κυρίως σε κατασταλτικές μεθόδους, σε αντίθεση με τα ελλιπή μέτρα πρόληψης που συχνά παρατηρούνται. Παράλληλα, η συνεχής και αλόγιστη χρήση των εντομοκτόνων επαφής και των καπνιστικών (αερίων) εντομοκτόνων έχει οδηγήσει σε ανθεκτικούς πληθυσμούς, φαινόμενο που συχνότατα καθιστά τις χημικές εφαρμογές σε πολλές περιπτώσεις αναποτελεσματικές. Η κατανόηση της ανάπτυξης ανθεκτικότητας στα εντομοκτόνα είναι σημαντική για τον σχεδιασμό μεθόδων πρόληψης αλλά και διαχείρισης των ανθεκτικών πληθυσμών εντόμων. Ωστόσο, τα στοιχεία ύπαρξης ανθεκτικών πληθυσμών στην Ελλάδα, είναι λιγοστά, παρόλο που η μακροχρόνια αποθήκευση σιτηρών είναι κοινή πρακτική σε τοπικές αποθήκες και σιλό. Με βάση τα ανωτέρω, στην παρούσα εργασία, το Εργαστήριο Εντομολογίας και Γεωργικής Ζωολογίας, του Τμήματος Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος, της Σχολής Γεωπονικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε συνεργασία με τον συνεταιρισμό αγροτικών προϊόντων «ΘΕΣΓΗ», συνέλλεξαν πληθυσμούς εντόμων από τους χώρους και τα προϊόντα του συνεταιρισμού, με επιτόπιες επισκοπήσεις αλλά και διάφορες μεθόδους δειγματοληψίας. Η δειγματοληψία αποσκοπούσε στην επισήμανση της ύπαρξης ανθεκτικότητας των πληθυσμών αυτών σε διάφορα ευρέως χρησιμοποιούμενα εντομοκτόνα, με βάση εργαστηριακές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στο Εργαστήριο. Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας, τα περισσότερα των ειδών εντόμων βρέθηκαν να είναι ανθεκτικά στη φωσφίνη. Ταυτόχρονα, οι συνιστώμενες δόσεις των δραστικών επαφής deltamethrin, cypermethrin και pirimiphos-methyl δεν μπόρεσαν να καταπολεμήσουν πλήρως ορισμένους πληθυσμούς των ειδών αυτών. Συνεπώς, η παρακολούθηση της ανάπτυξης-ύπαρξης ανθεκτικότητας σε δεδομένο χώρο μπορεί να μειώσει τις αστοχίες της απεντόμωσης λόγω της ανάδειξης των ανθεκτικών πληθυσμών εντόμων σε αυτόν.